- παραδαρμένη
- η ирон. утроба, брюхо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραδαρμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παραδέρνω) 1. αυτός που ξυλοκοπήθηκε υπερβολικά: Είναι παραδαρμένος και φοβούμαι πως δε θα συνέλθει εύκολα. 2. ταλαιπωρημένος, κακομοιριασμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος: Σφίγγει στα στήθια πάνω παραδαρμένο ένα κορμί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδέρνω — ΝΜ, παραδέρω Α νεοελλ. 1. δέρνω πάρα πολύ 2. (κυρίως για πλοίο) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι («βαρκούλα μέσ στις θάλασσες παράδερνε μονάχη», Βιζυην.) 3. κινούμαι πέρα δώθε 4. μτφ. παλεύω με αντίξοες περιστάσεις, βασανίζομαι,… … Dictionary of Greek